τυμπανοφορέομαι-οῦμαι

τυμπανώδης

Τυμφαιΐς
τυμπανώδης, ης, ες [] c. τυμπανοειδής, Sor. Obst. 273 Dietz, 278 Dietz.
Étym. τύμπανον, -ωδης.