τυμπανοτρίϐης

τυμπανοφορέομαι-οῦμαι

τυμπανώδης
τυμπανο·φορέομαι-οῦμαι [] porter un tambour, Cléarq. (Ath. 541e).
Étym. τύμπανον, φορέω.