Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
τυφλοπλάστης
τυφλόπους
τυφλός
τυφλό·πους,
-ποδος
(
ὁ, ἡ
) qui marche aveuglément, au hasard,
Eur.
Ph.
1549
.
Étym.
τυφλός, πούς
.