Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
τυφλοπλαστέω-ῶ
τυφλοπλάστης
τυφλόπους
τυφλο·πλάστης,
ου
(
ὁ
) qui forge (
litt.
qui façonne) des chimères, charlatan,
Phil.
2, 345
.
Étym.
τυφλός, πλάσσω
.