Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
τυφλόστομος
τυφλότης
τυφλοφόρος
τυφλότης,
ητος
(
ἡ
) cécité, aveuglement,
Plat.
Rsp.
533
c
;
fig.
Plut.
M.
738
.
Étym.
τυφλός
.