Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
τυφλότης
τυφλοφόρος
τυφλόω-ῶ
τυφλο·φόρος,
ος, ον,
qui porte un aveugle,
Anth.
15, 21
.
Étym.
τυφλός, φέρω
.