Τυραννίων

τυραννοδιδάσκαλος

τυραννοκτονέω-ῶ
τυραννο·διδάσκαλος, ου () [ῠῐκᾰ] maître de tyrannie, de despotisme, Plat. Theag. 125a ; DC. 59, 24 ; 61, 10.
Étym. τύραννος, διδάσκαλος.