Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
τυραννοδιδάσκαλος
τυραννοκτονέω-ῶ
τυραννοκτονία
τυραννοκτονέω-ῶ
(
pf. act.
τετυραννοκτόνηκα
et pass.
τετυραννοκτόνημαι
) [
ῠ
] tuer un tyran,
Plut.
M.
1128
f
;
Luc.
Tyr.
21 ;
au pass.
Luc.
Tyr.
20
.
Étym.
τυραννοκτόνος
.