Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
τυραννοκτονέω-ῶ
τυραννοκτονία
τυραννοκτονικός
τυραννοκτονία,
ας
(
ἡ
) [
ῠ
] meurtre d’un tyran,
Plut.
Pel.
34,
Arat.
16,
M.
350
c
;
Luc.
Tyr.
22
.
Étym.
τυραννοκτόνος
.