Τηλεκλείδης

τηλεκλειτός

Τηλεκλῆς
τηλε·κλειτός, ός, όν, connu au loin, célèbre, Il. 5, 491, etc. ; Od. 11, 308, etc. ||
E Fém. -ή, A. Rh. 3, 1097.
Étym. τ. κλειτός.