Τηλεκλῆς

τηλεκλητός

Τήλεκλος
τηλε·κλητός, ός, όν (conj. de Wolf p. τηλεκλειτός) appelé de loin au secours, ép. des combattants, Il. 5, 491, etc.
Étym. τ. καλέω.