Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
τηλεσίφαντος
τηλεσκόπος
τηλέσκοπος
τηλε·σκόπος,
ος, ον,
qui observe au loin,
Ar.
Nub.
290
.
Étym.
τ. σκοπέω
.