ξέννος

ξενοϐάκχη

ξενοδαΐκτης
*ξενο·ϐάκχη, ion. ξεινο·ϐάκχη, ης, adj. f. éprise d’amour pour un étranger, Lyc. 175.
Étym. ξένος, βάκχη.