ξενοϐάκχη

ξενοδαΐκτης

ξενοδαίτης
*ξενο·δαΐκτης, dor. ξενο·δαΐκτας, ου [ᾱς] adj. m. meurtrier des étrangers, Eur. H.f. 391.
Étym. ξένος, δαΐζω.