Ξενοκλῆς

ξενοκρατέομαι-οῦμαι

Ξενοκράτης
ξενο·κρατέομαι-οῦμαι [] être sous la domination de troupes étrangères, En. tact. Pol. 12.
Étym. ξένος, κρατέω.