ξενοκτόνος

ξενοκυσταπάτη

ξενολογέω-ῶ
ξενο·κυστ·απάτη, ης () [ᾰᾰ] union clandestine avec des femmes étrangères, Anth. 11, 7.
Étym. ξ. κύστη, ἀπατάω.