ξενοκτονία

ξενοκτόνος

ξενοκυσταπάτη
ξενο·κτόνος, ος, ον, qui tue des hôtes ou des étrangers, Eur. I.T. 53 ; Eschn. 85, 42 ; Plut. Mar. 8, etc.
Étym. ξ. κτείνω.