Ζήλωτος

ζῆμι

ζημία
*ζῆμι (seul. impf. 1 sg. ἔζην) c. ζάω, Dém. 24, 7 ||
E ἔζης, ἔζη, etc. sont des formes contr. de ἔζαες, ἔζαε, etc. impf. de ζάω.