ζωγράφημα

ζωγραφία

ζωγραφικός
ζωγραφία, ας () [ᾰφ]
1 art de peindre, Xén. Mem. 1, 4, 3 ||
2 tableau, Plat. Phædr. 275d.
Étym. ζωγράφος.