ζωγραφία

ζωγραφικός

ζωγραφικῶς
ζωγραφικός, ή, όν [] habile à peindre, Plat. Theæt. 145a ; ἡ ζωγραφική (s. e. τέχνη) DS. 14, 46, l’art de la peinture.
Étym. ζωγράφος.