ζωγρεία
ζωγρεῖονζωγρεία, ας
(ἡ) capture d’un
prisonnier vivant, Pol. 1, 15, 2, etc. ;
Str. 359 ;
ζωγρείᾳ ἁλῶναι, Pol. 5, 86, 5, être pris
vivant ; ζωγρείᾳ ἐγκρατῆ γίγνεσθαί τινος,
Pol. 1, 9, 8 ;
ou ζωγρείᾳ κύριον
γίγνεσθαί τινος, Pol. 1, 17, 4, se rendre maître de qqn ou le capturer vivant.
Étym.
ζωγρεύς ; cf.
ζωγρία.