Ἠλεκτρύων

Ἠλεκτρυώνη

ἠλεκτρώδης
Ἠλεκτρυώνη, ης () la fille d’Èlektryôn (Alcmène), Hés. Sc. 86 [-εκτρ bref].
Étym. Ἠλεκτρύων.