Ἠλεκτρυώνη

ἠλεκτρώδης

ἠλέκτωρ
ἠλεκτρώδης, ης, ες, qui a l’aspect de l’ambre, Hpc. 1135h; Philstr. 27.
Étym. ἤλεκτρον, -ωδης.