ὥρεον

Ὠρεός

ὠρεσίδουπος
Ὠρεός, οῦ (ὁ, ἡ) Ôréos, v. d’Eubée, Thc. 8, 95 (ἡ Ὠρ.); Xén. Hell. 5, 4, 56, etc.
Étym. ὁ Ὠρ.