Ὠρίκιος

Ὠρικός

ὡρικός
Ὠρικός, οῦ ( ou ) ou Ὠρικὸς λιμήν () Ôrikos (auj. Orikum) port au N. de l’Épire, Hdt. 9, 93 (accentué Ὤρικος) ||
E ὁ Ὠ. Pol. 7, 19, 2 ; Plut. Cæs. 37 ; ἡ Ὠ. Scymn. 441 ; App. Civ. 2, 54.