ἡγέομαι-οῦμαι

ἠγερέθομαι

ἠγερέομαι
ἠγερέθομαι, épq. c. ἀγείρομαι, se rassembler (seul. prés. ind. 3 pl. ἠγερέθονται, Il. 3, 231 ; sbj. 3 pl. ἠγερέθωνται, Opp. H. 3, 360 ; inf. ἠγερέθεσθαι, Il. 10, 127 (vulg. ἠγερέεσθαι, v. le suiv.); impf. 3 pl. ἠγερέθοντο, Il. 23, 233 ; Od. 2, 392 ; 11, 228).
Étym. ἀγείρω.