ὠλεσίϐωλος

ὠλεσίθυμος

ὠλεσίκαρπος
ὠλεσί·θυμος, ος, ον [ῐῡ] qui détruit le cœur ou la vie, P. Sil. Ecphr. ag. Soph. 566.
Étym. ὄλλυμι, θυμός.