ὠμόσιτος

ὠμοσπάρακτος

ὠμοτάριχον
ὠμο·σπάρακτος, ος, ον [πᾰ] déchiré tout cru, tout vif, Ar. Eq. 345.
Étym. ὠμός, σπαράσσω.