ὡρονόμος

ὦρος

ὧρος
ὦρος, ου () sommeil, Call. fr. 150.
Étym. contr. d’ἄωρος.
ὦρος, εος (τὸ) dor. c. ὄρος, montagne, Thcr. Idyl. 1, 75, 123.