ὠτακουστέω-ῶ

ὠτακουστής

ὠταλγέω-ῶ
ὠτ·ακουστής, οῦ () [] qui est aux écoutes, espion, Arstt. Pol. 5, 11, 7 ; Mund. 6, 9 ; Pol. 16, 37, 1 ; Plut. M. 522f.
Étym. οὖς, ἀκούω.