Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἄγαμαι
Ἀγαμεμνόνειος
Ἀγαμεμνονίδης
Ἀγαμεμνόνειος,
α, ον
[
ᾰᾰ
]
Eur.
I.T.
1290 ;
Ἀγαμεμνόνεος
,
η, ον
(
ion.
)
Il.
23, 295 ;
Od.
3, 265,
etc. ;
Ἀγαμεμνόνιος
,
α, ον
[
ᾰᾰ
]
Pd.
P.
11, 31 ;
Eschl.
Ag.
1499,
Ch.
861,
etc.
d’Agamemnon.
Étym.
Ἀγαμέμνων
.