Ἀκαμαντίδης

Ἀκαμαντίς

ἀκαμαντολόγχης
Ἀκαμαντίς, ίδος () [ᾰκᾰ] la tribu Akamantide, à Athènes, Thc. 4, 118 ; Dém. 39, 22 Baiter-Sauppe, etc.
Étym. Ἀκάμας.