Ἀκρατολύμας

ἀκρατοποσία

ἀκρατοποτέω-ῶ
ἀκρατοποσία, ας () [ᾱτ] action de boire du vin pur, Plut. Alex. 70, etc. ||
E Ion. ἀκρητοποσίη, Hdt. 6, 84.
Étym. ἀκρατοπότης.