ἀμφιλύκη νύξ

Ἀμφίλυτος

ἀμφίμακρος
Ἀμφί·λυτος, ου () Amphilytos, devin, Hdt. 1, 62 ; Plat. Theag. 124b.
Étym. ἀ. λύω.