Ἀνδρομέδης

Ἀνδρομένης

ἀνδρόμεος
Ἀνδρο·μένης, ους () Androménès, h. Thc. 5, 42 (v. le préc.) ; Dém. 949, 7 ||
E Gén. -εω, Arr. Ind. 18, 6.
Étym. ἀνήρ, μένος.