ἐλαιούργιον

Ἐλαιοῦς

ἐλαιοφιλοφάγος
Ἐλαιοῦς, οῦντος () Éléonte, v. de la Chersonèse de Thrace, Hdt. 7, 22, etc. ; Thc. 8, 102, 107 ; Xén. Hell. 2, 1, 20, etc.
Étym. contract. d’*ἐλαιόεις, όεντος, planté d’oliviers, d’ἐλαία.