ἐρατίζω

Ἐρατοκλείδης

ἐρατοπλόκαμος
Ἐρατοκλείδης, ου () [] Ératokleidès, h. Thc. 1, 24.
Étym. patr. d’Ἐρατοκλῆς, d’ἐρατός, κλέος.