Ἐρατοκλείδης

ἐρατοπλόκαμος

ἐρατός
ἐρατο·πλόκαμος, ος, ον [ᾰᾰ] aux tresses aimables, Orph. H. 43, 2.
Étym. ἐρατός, πλόκαμος.