ἐτεόκριθος

Ἐτεόνικος

ἐτεός
Ἐτεό·νικος, ου () [] Étéonikos (litt. vrai vainqueur) Thc. 8, 23 ; Xén. An. 7, 1, 12, etc.
Étym. ἐτεός, νίκη.