εὔϐουλος

Εὔϐουλος

εὐϐούλως
Εὔ·ϐουλος, ου () Euboulos (Eubule) h. Thc. 8, 23 ; Xén. Hell. 1, 1, 22, etc. ||
E Gén. épq. Εὐϐούλοιο, Anth. 7, 452 ; avec crase τωὐϐούλοιο, Thcr. Idyl. 2, 66.
Étym. v. le préc.