Ἰταλικός

Ἰταλίς

Ἰταλιώτης
Ἰταλίς, ίδος [ῑᾰ]
1 adj. f. d’Italie, italienne, Anth. 7, 383 ||
2 subst. () DC. 54, 22 dout. l’Italie.
Étym. Ἰταλία.