Κνισόζωμος

Κνισοκόλαξ

κνισολοιχία
Κνισο·κόλαξ, mieux que Κνισσο·κόλαξ, ακος () [] Flatte-le-rôti, n. d’un parasite, Asius (Ath. 125d).
Étym. κνῖσα, κόλαξ.