Κνισοδιώκτης

Κνισόζωμος

Κνισοκόλαξ
Κνισό·ζωμος, mieux que Κνισσό·ζωμος, ου () Jus-de-viande-rôtie, n. d’un parasite, Alciphr. 3, 6.
Étym. κνῖσα, ζωμός.