κολακίς

Κολακοφωροκλείδης

κολακώνυμος
Κολακο·φωρο·κλείδης, ου () [] fils de Kolakophôroklès (propr. flatteur et voleur) parodie du nom Ἱεροκλείδης (fils d’Hiéroklès) Hermipp. et Phryn. (Hsch.).
Étym. κόλαξ, φώρ, κλέος.