κολακικός

κολακίς

Κολακοφωροκλείδης
κολακίς, ίδος [] flatteuse, particul. surn. des femmes κλιμακίδες (v. κλιμακίς) Plut. M. 50d ; Ath. 256d.
Étym. κόλαξ.