Κολακοφωροκλείδης

κολακώνυμος

κόλαξ
κολακ·ώνυμος, ου () [ᾰῠ] qui a un nom de flatteur, parodie du n. d’h. Κλεώνυμος (au nom glorieux) Ar. Vesp. 592.
Étym. κόλαξ, ὄνομα.