Μεγαλοπολιτικός

Μεγαλοπολῖτις

μεγαλοπόνηρος
Μεγαλοπολῖτις, ιδος, acc. ιν, () [ᾰῑτ] le territoire de Mégalopolis, Plut. Cleom. 6, etc.
Étym. Μεγαλόπολις.