Ὀνησικράτης

Ὀνησίκριτος

Ὀνήσιλος
Ὀνησί·κριτος, ου. () [ῐτ] Onèsikritos, amiral d’Alexandre le Grand, Plut. Alex. 8, etc.
Étym. ὄνησις, κρίνω.