Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Ὀνησίκριτος
Ὀνήσιλος
ὀνήσιμος
Ὀνήσι·λος,
ου
(
ὁ
) Onèsilos,
Chypriote,
Hdt.
5, 104, 114
.
Étym.
ὀνίνημι, λαός
.