Φιλοχάρης

Φιλοχαρίδας

φιλόχλαινος
Φιλοχαρίδας, α () [ῐᾰᾱ] Philokharidas, Lacédémonien, Thc. 4, 119 ; 5, 19, 24, 44.
Étym. patr. de *φιλόχαρις, de φ. χάρις.